- κακόσκοπος
- -η, -ο (Α κακόσκοπος, -ον)νεοελλ.αυτός που έχει κακούς σκοπούς, κακόβουλος, επίβουλοςαρχ.κοπιαστικός, δύσκολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. πολύ-σκοπος, φιλό-σκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.